-
1 из-под
из-под 1) από, κάτω από приехать \из-под Тулы έρχομαι από Τούλα 2) (для) για, από, коробка \из-под конфет το κουτί από σοκολατένια* * *1) από, κάτω απόприе́хать из-под Ту́лы — έρχομαι από Τούλα
2) ( для) για, απόкоро́бка из-под конфе́т — το κουτί από σοκολατένια